Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αυτή η θέση

  • 1 её

    её 1. род. и вин. п. от она 2. в знач. притяж. мест. (δικός, δική, δικό) της; это её место αυτή η θέση είναι δική της; этот чемодан её αυτή η βαλίτσα είναι δική της
    * * *
    1. род. и вин. п. от она 2. в знач. притяж. мест.
    (δικός, δική, δικό) της

    э́то её ме́сто — αυτή η θέση είναι δική της

    э́тот чемода́н её — αυτή η βαλίτσα είναι δική της

    Русско-греческий словарь > её

  • 2 его

    его 1. род. и вин. л. от он, оно 2. в знач. притяж. мест. (δικός, δική, δικό) του, это \его место αυτή η θέση είναι δική του \его домашние οι δικοί του
    * * *
    1. род. и вин. п. от он, оно 2. в знач. притяж. мест.
    (δικός, δική, δικό) του

    э́то его́ ме́сто — αυτή η θέση είναι δική του

    его́ дома́шние — οι δικοί του

    Русско-греческий словарь > его

  • 3 занятый

    занятый 1) απασχολημένος я \занятыйт είμαι απασχολημένος вы \занятыйты? είστε απασχολημένος; 2) (закреплённый за кем-л.) πιασμένος это место \занятыйто αυτή η θέση είναι πιασμένη
    * * *

    я за́нят — είμαι απασχολημένος

    вы за́няты? — είστε απασχολημένος

    2) (закреплённый за кем-л.) πιασμένος

    э́то место за́нято — αυτή η θέση είναι πιασμένη

    Русско-греческий словарь > занятый

  • 4 этот

    этот (эта. это, эти) αυτός· \этот человек αυτός ο άνθρωπος· в \этот раз αυτή τη φορά; эта женщина αυτή η γυναίκα· эта девочка αυτό το κορίτσι·
    * * *
    (эта, это, эти)

    э́тот челове́к — αυτός ο άνθρωπος

    в э́тот раз — αυτή τη φορά

    э́та же́нщина — αυτή η γυναίκα

    э́та де́вочка — αυτό το κορίτσι

    э́то ме́сто — αυτή η θέση

    э́то о́чень интере́сно! — (αυτό) είναι πολύ ενδιαφέρον!

    э́ти ученики́ — αυτοί οι μαθητές

    э́ти кни́ги — αυτά τα βιβλία

    Русско-греческий словарь > этот

  • 5 добиться

    -бьюсь, -бьшься
    ρ.σ.
    πετυχαίνω, επιτυγχάνω, κατορθώνω, πραγματοποιώ κατόπιν προσπαθειών•

    наконец он -лся этого места επιτέλους αυτός κατόρθωσε να πάρει αυτή τη θέση•

    она -лась своего αυτή πέτυχε εκείνο που ήθελε (επεδίωκε).

    || εισχωρώ, εισδύω, εισέρχομαι, φτάνω ως•

    к нему не -ешься ως αυτόν δεν μπορείς να φτάσεις, αυτόν δεν μπορείς να τον ιδείς.

    εκφρ.
    не добиться слова, ответа – δεν μπορώ να του αποσπάσω (να του βγάλω) λέξη, απάντηση•
    не добиться толку – δεν μπορώ να βγάλω κανένα νόημα.

    Большой русско-греческий словарь > добиться

  • 6 это

    1. это место αυτή η θέση; это очень интересно! (αυτό) είναι πολύ ενδιαφέρον! эти ученики αυτοί οι μαθητές; эти книги αυτά τα βιβλία 2. с. р. от этот
    * * *
    с. р. от этот

    Русско-греческий словарь > это

  • 7 домогаться

    ρ.δ.
    επιδιώκω, κυνηγώ, επιζητώ επίμονα, τρώγομαι• αποβλέπω, εποφθαλμιώ•

    власти επιδιώκω να πάρω την εξουσία•

    домогаться признания επιζητώ την αναγνώριση•

    домогаться повышение по службе επιδιώκω επίμονα την προαγωγή στην υπηρεσία•

    он долго -лся этого места από καιρό αυτός κυνηγούσε αυτή τη θέση•

    домогаться известной должности εποφθαλμιώ περίφημο αξίωμα•

    -почестей επιζητώ τιμές.

    Большой русско-греческий словарь > домогаться

  • 8 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 9 красить

    крашу, красишь
    ρ.δ.
    1. βάφω•

    платье βάφω το φόρεμα•

    красить яйца βάφω αυγά.

    || χρωματίζω, μπογιατίζω•

    красить дверь χρωματίζω την πόρτα.

    2. αμ. βάφομαι•

    эта кофта -ит αυτή η μπλούζα βάφεται (την πιάνει η βαφή).

    3. ομορφαίνω, στολίζω, κοσμώ•

    не место -ит человека, а человек место δεν ομορφαίνει η θέση τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος τη θέση.

    βάφομαι. || χρωματίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    φτιασιδώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > красить

  • 10 отказать

    -кажу, скажешь
    ρ.σ.
    1. αρνούμαι• απορρίπτω•

    отказать в помощи αρνούμαι τη βοήθεια.

    || (για γάμο) δε δέχομαι, δε συγκατατίθεμαι•

    она отказала ему αυτή του αρνήθηκε να τον παντρευτεί.

    2. στερώ•

    природа -ла ему в зр-нии η φύση του στέρησε την όραση•

    отказать себе в самом необходимом στερούμαι και του πιο απαραίτητου.

    || δεν παραδέχομαι δεν αναγνωρίζω•

    ему нельзя отказать в таланте δεν μπορώ νααρνηθώ το ταλέντο του.

    3. παλ. απολύω, διώχνω αποπέμπω•

    отказать от места, от работы,от службы απολύω από τη θέση, τη δουλειά, την υπηρεσία.

    4. (για μηχανισμούς κ.τ.τ.) σταματώ, δε δουλεύω, δε λειτουργώ. || (για μέλη του σώματος, όργανα κ.τ.τ.) δεν υπακούω ή δεν υποτάσσομαι με εγκαταλείπειπουν•

    ноги -лись τα πόδια δε μου το λένε•

    глаза –ли η όραση με εγκατέλειψε•

    голос -ал πάει η φωνή που είχα κάποτε (με εγκατέλειψε).

    εκφρ.
    не -жите в любезности – έχετε την καλωσύνη, κάνετε μου τη χάρη.
    1. αρνούμαι•

    отказать выполнить просьбу αρνούμαι να εκπληρώσω την παράκληση.

    2. παραιτούμαι από κάτι --от наследства παραιτούμαι από την κληρονομιά. || (για σχέσεις, δεσμούς κ.τ.τ.)• διακόπτω απαρνούμαι•

    все мой родственники -лись от меня όλοι οι συγγενείς μου με απαρνήθηκαν, δε θεωρώ δικό μου•

    отказать от своей подписи αρνούμαι την υπογραφή μου•

    отказать от своих слов αρνούμαι τα λόγια μου.

    || εγκταλείπω παρατώ παραιτούμαι• απαρνούμαι•

    доктора –лись от этого больного οι γιατροί τον αποφάσισαν αυτόν τον άρρωστο•

    отказать от своего намерения παραιτούμαι του σκοπού μου•

    отказать от должности παραιτούμαι από τη θέση•

    отказать от престола παραιτούμαι από το θρόνο.

    3. σταματώ, παύω (να υπηρετώ, να εργάζομαι, να υποτάσσομαι κ.τ.τ.).
    εκφρ.
    не -жусь(не -лся бы) – δεν αρνούμαι, δε θα αρνιόμουν ευχαρίστως•
    не -жусь выпить стакан чаю – ευχαρίστως θα πιώ ένα ποτήρι τσάι.
    -ажу, -ажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отказанный, βρ: -зан, -а, -о ρ.σ.μ. παλ. (για κληρονομιά) αφήνω, εγκαταλείπω κληροδοτώ.

    Большой русско-греческий словарь > отказать

  • 11 поднять

    -ниму, -нимешь κ. подыму, подымешь, παρλθ. χρ. поднял
    -ла, -ло, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. поднятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σηκώνω, παίρνω από κάτω, αίρω•

    поднять ребёнок с полу σηκώνω το παιδάκι από το πάτωμα•

    поднять упавший платок σηκώνω το μαντήλι που έπεσε•

    опять поднять ξανασηκώνω.

    2. μτφ. είμαι σε θέση, αντέχω•

    я не могу поднять этот труд δεν σηκώνω αυτή τη δουλειά.

    || μτφ. ανασκαλίζω, ερευνώ, ψάχνω•

    поднять архив ανασκαλίζω το αρχείο.

    3. ανεβάζω•

    поднять ящик на чердак ανεβάζω το κΑ-βώτιο στη σοφίτα.

    || υψώνω•

    поднять русу σηκώνω το χέρι•

    поднять голову σηκώνω το κεφάλι.

    || ανυψώνω•

    поднять занавес σηκώνω την αυλαία.

    4. γιατρεύω, θεραπεύω, σηκώνω.
    5. εξεγείρω, ξεσηκώνω•

    народ ξεσηκώνω το λαό.

    || ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, από το κρεβάτι.
    (κυνηγ.) διώχνω από την κρύπτη, το λόζιο•

    собака -ла зайца и погнала его το σκυλί σήκωσε το λαγό και τον κυνήγησε.

    || κάνω να ανεβεί, να υψωθεί•

    поднять пыль σηκώνω σκόνη.

    || μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, προκαλώ (αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).
    6. ξεσηκώνω•

    поднять восстание ξεσηκώνω επανάσταση•

    -шум ξεσηκώνω θόρυβο•

    поднять возню ξεσηκώνω ταραχή•

    поднять крик βγάζω κραυγή•

    поднять хохот ανακαγ-χάζω.

    || ανακινώ•

    поднять дело против кого-л. ανακινώ ζήτημα κατά κάποιου.

    7. υψώνω, ανεβάζω•

    поднять насыппь υψώνω το ανάχωμα.

    || μτφ. εξυψώνω•

    поднять в глазах общества εξυψώνω στα μάτιατης κοινωνίας (του κοινού).

    8. (μουσ.) υψώνω•

    поднять голос αναβάζω τη φωνή•

    поднять скрипку σηκώνω,το βιολί (κουρδίζω ψηλότερα)•

    поднять струну σηκώνω (τεντώνω) τη χορδή.

    9. μεγαλώνω, αυξαίνω•

    поднять давление пара ανεβάζω την πίεση του ατμού•

    поднять цены υψώνω τις τιμές.

    || μτφ. ανεβάζω•

    поднять дух ξεσηκώνω το ηθικό.

    10. ανορθώνω καλυτερεύω•

    поднять хозяйство ανορθώνω το νοικοκυριό.

    11. οργώνω χέρσα γη, ξεχερσώνω.
    12. ξεχωρίζω, κάνω κάτι να διακρίνεται καθαρότερα•

    поднять карту ξεχωρίζω στο χάρτη (με χρώμα).

    εκφρ.
    поднять глаза, взор – σηκώνω τα μάτια, υψώνω το βλέμμα•
    поднять голову – σηκώνω κεφάλι (αυθαδιάζω, παραθαρεύω)•
    поднять голос – υψώνω τη φωνή (-εναντιώνομαι)•
    поднять голос протеста – υψώνω φωνή διαμαρτυρίας•
    поднять меч ή оружие – αρχίζω ή ξεκινώ πρώτος τον πόλεμο, τη διένεξη άρχομαι χειρών αδίκων•
    - пары – σηκώνω ατμούς•
    перчатку – σηκώνω το γάντι (δέχομαι την πρόκληση για μονομαχία)•
    поднять петли – πιάνω τις (βγαλμένες) θηλειές (πλεκτού)•
    поднять шерст – ορθώνω τις τρίχες•
    поднять на воздух – τινάζω στον αέρα•
    поднять на смех кого – γελοιοποιώ κάποιον.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι υψώνομαι, σηκώνομαι•

    поднять на крышу ανεβαίνω στη στέγη•

    поднять на гору ανεβαίνω στο βουνό•

    флаг -лся η σημαία υψώθηκε•

    рука -ла.сь το χέρι υψώθηκε.

    || αναπλέω.
    2. ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω•

    -лся месяц βγήκε το φεγγάρι.

    3. ανορθώνομαι, σηκώνομαι ορθός. || (για άρρωστο) θεραπεύομαι, σηκώνομαι. || μεγαλώνω, ωριμάζω, γίνομαι ενήλικος. || μτφ. ξανασηκώνομαι, ανορθώνομαι, αναλαβαίνω, ξαναστέκω στα πόδια (οικονομικά κ.τ.τ.).
    4. εγείρομαι•

    поднять с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω•

    поднять в сибирь φεύγω για τη Σιβηρία.

    || ξυπνώ σηκώνομαι (από τον ύπνο, το κρεβάτι). || πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι. || ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι•

    народ -лся против тирании ο λαός ξεσηκώθηκε κατά της τυραννίας•

    поднять на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    5. μτφ. αναφύομαι, ξεπροβάλλω, προκύπτω, γεννιέμαι, εμφανίζομαι•

    -лся вопрос προέκυψε ζήτημα.

    6. φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    7. (μουσ.) υψώνομαι, σηκώνομαι, δυναμώνω.
    8. ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    температура -лась η θερμοκρασία ανέβηκε•

    цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.

    || μτφ. καλυτερεύω, επανέρχομαι, επανακτώμαι•

    настроение -лось η διάθεση επανήλθε.

    || ταχτοποιούμαι κλπ. р; ενεργ, φ.

    Большой русско-греческий словарь > поднять

  • 12 занимать

    занимать I
    несов (брать взаймы) δανείζομαι, παίρνω δανεικά.
    занима||ть II
    несов
    1. καταλαμβάνω, πιάνω, κρατώ:
    \занимать много места πιάνω πολύ τόπο· \занимать квартиру из трех комнат κρατῶ διαμέρισμα μέ τρία δωμάτια· \занимать первое место (на соревнованиях и т. п.) παίρνω (или καταλαμβάνω) τήν πρώτη θέση· \заниматьйте места! καταλάβατε τίς θέσεις!·
    2. (завоевывать) καταλαμβάνω, παίρνω, κυριεύω:
    \занимать город за городом κυριεύω τή μιά πόλη μετά τήν ἄλλη·
    3. (интересозать) ἀπασχολώ:
    эта мысль меня очень \заниматьет αὐτή ἡ σκέψη μέ ἀπασχολεί πολύ·
    4. (развлекать) διασκεδάζω κάποιον:
    \занимать гостей διασκεδάζω τους μουσαφίρηδες· ◊ у меня дух \заниматьет, когда... μου κόβεται (или πιάνεται) ἡ ἀνασα, ὀταν...

    Русско-новогреческий словарь > занимать

  • 13 у

    у
    предлог с род. п. I. (около) σέ, είς, κοντά σέ, παρά, πλησίον, δίπλα σέ:
    у берега στήν ἀκρογιαλιά· стоять у моста στέκομαι κοντά στή γέφυρα· жить у моря κατοικώ κοντά στή θάλασσα· сидеть у руля κάθομαι στό τιμόνι· работать у станка δουλεύω στή μηχανή· 2.:
    у меня (у тебя и т. д.) есть ἔχω (ἔχεις, ἔχει)· у меня (у тебя и т. д.) нет δέν ἔχω (ἔχεις κ.λ.π.)· у него́ нет свободного времени δέν τοῦ μένει καιρός· у меня боли́т голова ἔχω πονοκέφαλο· у меня шум в ушах βουίζουν τ' αὐτιά μου· у нее красивая шляпа αὐτή ἔχει ὠραίο καπέλλο· у всякого свой вкус ὁ καθένας ἔχει τα γοῦστα του·
    3. (при обозначении принадлежности переводится род. п.) τοῦ, τής:
    но́жки у стола τά πόδια τοῦ τραπεζιοῦ· решетка у сада τά κάγκελα τοῦ κήπου·
    4. (в чьем-л. доме и т. п.) σέ:
    он остался у нас ἐμεινε σ' ἐμᾶς· жить у родителей ζῶ μέ τους γονείς μου·
    5. (при указании на источник) σέ, είς, ἀπό:
    шить у портного ράβω στον ράφτη· у кого́ мо́жио узнать? ἀπό ποιόν μπορώ νά μάθω;· ◊ он не у дел разг δέν εἶναι πιά στά πράματα, ἔχασε τή θέση του· стоять у власти βρίσκομαι στήν ἐξουσία.

    Русско-новогреческий словарь > у

  • 14 вид

    -а (-у), προθτ. о виде, в виде, в виду, на виду а.
    1. μορφή, όψη, εμφάνιση, παρουσιαστικό φάτσα, φιγούρα σχήμα•

    жалкий вид άθλια μορφή•

    наружный вид εξωτερική εμφάνιση•

    гора эта имеет вид конуса το βουνό αυτό είναι κωνοειδές•

    жемчуг в -е груши μαργαριτάρι απιοειδές.

    || (έκφραση προσώπου) όψη, ύφος, θωριά, αέρας•

    больной вид ασθενική όψη•

    строгий вид αυστηρό ύφος•

    важный вид σοβαρό ύφος•

    радостный вид χαρούμενη όψη.

    || κατάσταση•

    в нормальном -е σε κανονική κατάσταση•

    в пьяном -е σε κατάσταση μέθης.

    2. προοπτική, άποψη, θέα•

    комната с -ом на море δωμάτιο με θέα προς τη θάλασσα•

    вид на город η άποψη της πόλης.

    || τοπίο•

    альбом с -ами Греции λεύκωμα με τοπία της Ελλάδας.

    3. με τις προθέσεις: в, из, на, при σχηματίζει γλωσσικούς συνδυασμούς•

    в -у, на -у εν όψει•

    в -у неприятеля εν όψει του εχθρού•

    на -у у всех εν όψει όλων, μπροστά στα μάτια όλων•

    испугаться при -е зверя φοβούμαι αντικρίζοντας το θηρίο•

    у меня нет ничего в -у δε βλέπω τίποτε μπροστά μου•

    ей на вид 50 лет αυτή δείχνει για πενηντάρα•

    при -е опасности εν όψει του κινδύνου•

    потерять из -у χάνω από τη θέα (όραση, μάτια).

    4. πλθ. -ы προοπτική, υπολογισμοί, προύποθέσεις•

    -ы на будущее οι προοπτικές για το μέλλον•

    -ы на урожай προοπτικές για τη σοδειά.

    5. παλ. η ταυτότητα.
    εκφρ.
    вид на жительство – είδος ταυτότητας•
    в -е – σαν, ωσάν, εν είδει, δίκην•
    для -а – α) για τα μάτια, για το θεαθήναι, β) για φάτσα, για επίδειξη, για μόστρα•
    на, по -у, с -у – εξ όψεως, από την όψη, κατ’ όψιν•
    под -ом – με την πρόφαση•
    видать -ы – βλέπω, περνώ, δοκιμάζω πολλά•
    иметь -ы – υπολογίζω, σκοπεύω, έχω κατά νου, αποβλέπω, αποσκοπώ, ξαμώνω•
    не подать ή не показать -у – δε δείχνομαι (δε δείχνω σημεία,πού μπορεί να με αντιληφθούν)" делать вид κάνω πώς, προσποιούμαι•
    быть на -у – τραβώ την προσοχή, φαίνομαι•
    иметь в -у – α) έχω υπ’ όψη μου. β) εννοώ, υπονοώ•
    ни под каким -ом – με κανένα τρόπο, με καμιά πρόφαοη•
    вид в ложном -е – ψεύτικα, ψευδώς• διαστρεβλωμένα" ставить на вид προειδοποιώ (για τιμωρία, ποινή)- упустить ή выпустить из -у λησμονώ, ξεχνώ, απαλείφω από τη μνήμη, παραδίδω στη λήθη•
    в -у – λόγω, ένεκα•
    он уволен от должности в -у его неспособности – απολύθηκε άπο τη θέση λόγω ανικανότητας•
    в малом -е – εν σμι-κρώ, σε σμικρογραφία.
    α.
    είδος• τύπος•

    разные -ы мрамора διάφορα είδη μαρμάρου.

    || (υποδιαίρεση)• είδος• γένος•

    ветла вид вид ивы η λευκή ιτιά είναι ένα είδος ιτιάς•

    отношение -а к роду (λογ., φιλοσ.) η σχέση του είδους προς το γένος.

    (γλωσ.)•μορφή•

    глагол несовершенного -а ρήμα διαρκείας (διαρκούς μορφής)•

    глагол совершенного -а ρήμα στιγμιαίο (στιγμιαίας μορφής).

    Большой русско-греческий словарь > вид

  • 15 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 16 свой

    своего α., своя, своей θ., своё, своего ουδ., πλθ. свои, своих.
    1. κτητική αντωνυμία• δικός μου, δική μου, δικό μου•

    свой надеть свое пальто ντύνω το πανωφόρι μου•

    любить свою родину αγαπώ την πατρίδα μου•

    он продал свою лошадь αυτός πούλησε το άλογο του•

    встать со своего места σηκώνομαι από τη θέση μου•

    сделать своими руками φτιάχνω με τα χέρια μου•

    я не живу в своём доме δε ζω στο σπίτι μου•

    я не говорю о вашем, а о своём деле δε μιλώ για τη δική σας υπόθεση, αλλά για τη δική μου•

    делайте своё дело κάντε τη δουλειά σας•

    это моя шляпа, поищи свою αυτή είναι η δική μου ρεπούμπλικα, ψάξε τη δική σου..

    2. συγγενής, οικείος•

    приехали свой из села ήρθαν οι δικοί μας από το χωριό•

    он свой человек в этом доме αυτός είναι από τους οικείους•

    я был у своих ήμουν στους δικούς•

    здесь все свой όλοι εδώ είμαστε δικοί (όχι ξένοι).

    || έμπιστος•

    свой человек δικός μας άνθρωπος (μίλα ελεύθερα).

    εκφρ.
    по-своему – α) όπως θέλω, -εις κ.τ.τ. β) κατά το δικό μου (σου, του κ.τ.τ.), γ) στη (μητρική) γλώσσα μου (σου, του κ.τ.τ,)• сам не свой; сама не своя δεν είμαι στα καλά μου•
    брать (взять) свое – πετυχαίνω εκείνο που θέλω (επιδιώκω)•
    сказать своё слово – μου περνάει ο λόγος μου•
    идти своей дорогой ή своим путм – πηγαίνω το δρόμο μου (πράττω, ενεργώ όπως εγώ θέλω)•
    рассказать своими словами – διηγούμαι με δικά μου λόγια•
    умереть своей смертью – πεθαίνω φυσιολογικά•
    остаться в своих – είμαι στα λεφτά μου (ούτε έχασα, ούτε κέρδισα αχσ. τυχερά παιγνίδια)•
    своих не узнаешь – (ως απειλή) δε θα δεις την πόρτα να φύγεις (θα τις μάσεις στα γερά).

    Большой русско-греческий словарь > свой

  • 17 уступить

    -уплю, -упишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уступленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. μ. παραχωρώ• αφήνω•

    уступить место παραχωρώ τη θέση•

    уступить право παραχωρώ το δικαίωμα•

    уступить территорию παραχωρώ έδαφος.

    2. υποχωρώ, ενδίδω•

    уступить сначала она противилась, но потом -ла στην αρχή αυτή εναντιώνονταν, όμως μετά ενέδοσε•

    силному υποχωρώ μπροστά στον ισχυρό•

    силе, насилию υποχωρώ στη δύναμη, στη βία•

    в споре υποχωρώ στη συζήτηση.

    || υστερώ•

    это ружьё твоему не -ит αυτό το όπλο δεν υστερεί από το δικό σου.

    3. πουλώ•

    уступить товар на полцены πουλώ το εμπόρευμα μισοτιμής.

    Большой русско-греческий словарь > уступить

См. также в других словарях:

  • θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊβάν — H Tαϊβάν χωρίζεται στα δυτικά από την Kίνα με το Στενό της Φορμόζας, και στα ανατολικά από το ιαπωνικό αρχιπέλαγος Pιουκιού με ένα άλλο μικρό θαλάσσιο βραχίονα.Tο έδαφος της Δημοκρατίας της Eθνικιστικής Kίνας η Tαϊβάν (Tα Tσουνγκ Xουά Mιν Kουό)… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • Ιάκωβος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ο πρεσβύτερος. Ένας από τους δώδεκα Αποστόλους. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιωάννη. Μαρτύρησε επί Ηρώδη Αγρίππα Α’, περίπου το έτος 42 μ.Χ. (Πράξεις των Αποστόλων κβ’).… …   Dictionary of Greek

  • Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… …   Dictionary of Greek

  • εδά — (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά).Πολιτικό κόμμα της μετεμφυλιακής περιόδου. Συγκροτήθηκε το 1951 από μέλη και στελέχη της εαμικής Αριστεράς (με την πολιτική καθοδήγηση του ΚΚΕ) και αναδείχθηκε γρήγορα τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας. Κατά τις… …   Dictionary of Greek

  • Μακιαβέλι, Νικολό — (Nicholo Machiavelli, Φλωρεντία 1469 – 1527). Ιταλός συγγραφέας. Το 1498 διορίστηκε γραμματέας της δεύτερης καγκελαρίας της Φλωρεντινής Δημοκρατίας, θέση που του επέτρεψε να αποκτήσει διοικητική και πολιτική πείρα. Διπλωματικές αποστολές τον… …   Dictionary of Greek

  • Παβλόφ, Ιβάν Πέτροβιτς — (Ριαζάν 1849 – Μόσχα 1936). Ρώσος φυσιολόγος. Ήταν γιος παπά και σπούδασε στην ιερατική σχολή της γενέτειράς του. Επηρεάστηκε από τον επαναστατικό φιλελευθερισμό των Ρώσων διανοουμένων της εποχής του κατά της παραδοσιακής παιδείας και απέκτησε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»